- ἀλαβαστρών
- ἀλᾰβ-αστρών, ῶνος, ὁ,A alabaster quarry, Sammelb. 4639 (iii A. D.).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
αλαβαστρών — ἀλαβαστρών ( ῶνος), ο (Α) [ἀλάβαστρο(ν)] λατομείο αλάβαστρου … Dictionary of Greek
ἀλαβάστρων — ἀλάβαστρον Ev Marc. masc gen pl ἀλάβαστρον Ev Marc. neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αλάβαστρο — Όρος που υποδηλώνει διαφώτιστες παραλλαγές δύο διαφορετικών πετρωμάτων: του ασβεστίτη, που εκτιμάται περισσότερο, και του γύψου. Το ασβεστολιθικό ή ανατολικό α. προέρχεται από ιζήματα υδάτων πλούσιων σε ακτινοειδή ή κατά ζώνες (ταινίες). Τα… … Dictionary of Greek